- χαραμβαλιαστύς
- χαραμβαλιαστύς· γέλως ὁ μετὰ παιδιᾶς, Hsch. (post χρᾷν); leg. [pref] κραμ-, q.v.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαραμβαλιαστύς — Α (κατά τον Ησύχ.) «γέλως ὁ μετὰ παιδιᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί στον τ. κραμβαλιαστύς] … Dictionary of Greek